- διάτρημα
- το (AM διάτρημα) [διατετραίνω]τρύπα, άνοιγμα που δημιουργείται από διάτρησηνεοελλ.τρύπα σε πέτρωμα όπου τοποθετείται η εκρηκτική ύλη για την ανατίναξη || αρχ.-μσν. μονόξυλο κατασκευασμένο από κορμό δέντρουαρχ.τρύπα στα νωτιαία νεύρα.
Dictionary of Greek. 2013.